- μετρίασμα
- το (Μ μετρίασμα και μετρίασμαν και μιτρίασμα) [μετριάζω]μετρίαση, μετριασμός, περιορισμόςμσν.1. αστεϊσμός, χωρατό2. σάτιρα3. διασκέδαση, ευχαρίστηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετρίαση — η (ΑΜ μετρίασις) [μετριάζω] μετριασμός, μετρίασμα … Dictionary of Greek